Το μικρό παραθαλάσσιο χωριό, λειτουργούσε τον μισό χρόνο ως χειμαδιό ορεσίβιων αγροτοκτηνοτρόφων και τον άλλο μισό ως τουριστικός προορισμός τρίτης διαλογής.
Ο Άρης, δεν είχε και πολλά να κάνει, πέρα από το σχολείο του στην πόλη και τα μαθήματά του, ενώ παρέα είχε ελάχιστη και μόνο το καλοκαίρι.
Τον περισσότερο ελεύθερο χρόνο του, τον περνούσε ακούγοντας ράδιο ή κάνοντας βόλτα με τον σκύλο της οικογένειάς του.
Κάθε απόγευμα- χειμώνα-καλοκαίρι- πιστός στο ραντεβού του με το συμπαθές τετράποδο, έβγαινε στους δρόμους και την παραλία.
Πάντα το ίδιο τοπίο και το ίδιο “δρομολόγιο”.
Ίδιοι και οι άνθρωποι που συναντούσε, ανάλογα με την εποχή.
Μεγάλωσε όμως ο Άρης και βρήκε την ευκαιρία να γυρίσει στην πόλη, από την οποία τον είχαν ξεριζώσει χωρίς να τον ρωτήσουν.
Λίγο καιρό αργότερα, ο γέρικος πια σκύλος έφυγε για το ταξίδι χωρίς επιστροφή, με το παράπονο πως είχε χάσει την αγαπημένη του συνήθεια, την απογευματινή βόλτα.
Μια μέρα, στην πόλη, ο Άρης βρήκε έξω απ’ το σπίτι του έναν μικρόσωμο, ταλαιπωρημένο, σκύλο που είχε χαθεί ή εγκαταλειφθεί
Δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί στα μεγάλα μελιά του μάτια.
Του έδωσε λίγο κρέας που είχε, τον έπλυνε, τον πήγε και στον κτηνίατρο.
Αποφάσισε να τον κρατήσει, όχι όμως μέσα στο σπίτι αλλά σ’ έναν άλλο χώρο που είχε εκεί κοντά η γυναίκα του, η Αφροδίτη.
Κάθε μέρα τον τάιζε και τον έβγαζε βόλτα στη γειτονιά.
Όμως η μεγάλη οικονομική κρίση που ξεκινούσε, δυσκόλεψε τη δουλειά του, με αποτέλεσμα να χάσει ένα ικανό μέρος του ελεύθερου χρόνου του και την ίδια του τη διάθεση.
Άρχισε λοιπόν να δίνει στο σκυλί φθηνές κονσέρβες του σούπερ-μάρκετ και να τον αφήνει να κάνει την ανάγκη του μέσα στη μικρή αυλή.
Τέρμα η βόλτα στη γειτονιά, τέρμα και οι συναντήσεις με άλλα σκυλάκια..
Πάλι καλά που το ζωντανό είχε στέγη, που το προφύλασσε από τον ήλιο και τη βροχή.
Μια μέρα, ο Άρης πήγε αποφασισμένος να του κάνει μια καλή βόλτα όπως αυτές που του έκανε στις αρχές της συμβίωσής τους.
Μάλιστα, επειδή ήταν Κυριακή και η γειτονιά άδεια, σκέφτηκε να τον αφήσει για λίγο ελεύθερο, χωρίς λουρί, να χαρεί κι αυτός λιγάκι.
Ενθουσιασμένος, ο μικρόσωμος σκυλάκος, πέρασε την παλιά σιδερένια αυλόπορτα κουνώντας την ουρά του και γαυγίζοντας χαρούμενα.
Μια στιγμή όμως, άρχισε να επιταχύνει το βήμα του, μέχρι που χάθηκε απ’ τα μάτια του Άρη.
Δεν ξαναγύρισε ποτέ.Kαλά και άγια το φαγητό, το νερό και η στέγη.
Τι να τα κάνεις όμως αν είσαι φυλακισμένος και δεν ξέρεις πότε θα ξαναβγείς;
Δεν θέλει απόλυτη ελευθερία ο σκύλος, ούτε όμως και να είναι δεμένος μόνιμα..
Προτιμά μια "αξιοπρεπή" αιχμαλωσία και μια μονοτονία, με μικρές αλλά τακτικές εναλλαγές.
Κατοικίδιο δεν σκόπευε να ξαναπάρει ο Άρης.
Είχε καταλάβει πως καταπάτησε τις ανάγκες του σκυλιού και πως καταχράστηκε την εμπιστοσύνη του.
Άσε που στεναχωριόταν όταν τα ζώα ψοφούσαν ή χάνονταν.
Προτίμησε να δώσει όλο το βάρος στην κόρη του, την Αμαλία.
Τα απογεύματα την έπαιρνε και πηγαίνανε στο πάρκο που βρισκόταν μέσα σε μια τάφρο, κοντά στο κέντρο της άχρωμης αλλά ζωντανής επαρχιακής πόλης
.Η μικρή-γεμάτη χαρά- έκανε κούνια, τραμπάλα και αναρρίχηση ενώ ο Άρης είτε έπινε τον καφέ του διαβάζοντας κάτι είτε μιλούσε με γνωστούς και φίλους που συναντούσε εκεί.
Λίγο-πολύ, τα ίδια άτομα, στο ίδιο μέρος, να συζητούν τα ίδια πράγματα..Ο Λεωνίδας, ο φιλήσυχος κληρονόμος που σκότωνε τον χρόνο του, ο Μάρκος που μιλούσε μόνο για πολιτικά και ποδόσφαιρο, ο Μάξιμος που του έφταιγαν τα ρούχα του και πολλοί άλλοι.
Οι περισσότεροι έρχονταν με παιδιά, κάποιοι με σκυλιά και άλλοι μόνοι τους.
Εκείνο τον καιρό, το πάρκο ήταν ένας από τους ελάχιστους χώρους όπου μπορούσε κανείς να περάσει τον ελεύθερο χρόνο του εκτός σπιτιού.
Ήταν η εποχή της πανδημίας του κορωνοϊού και δεν υπήρχε μαγαζί ανοικτό για να καθίσει κανείς.
Κάποιες φορές, ο Άρης συνάντησε εκεί ανθρώπους από το μακρινό του παρελθόν, τους οποίους δεν περίμενε πως θα ξανάβλεπε ποτέ.
Ο Βασίλης, που ήταν μαζί του στον στρατό, ο Τάκης που δούλευε σ’ ένα κατάστημα ηλεκτρικών, η Μαρίνα, παλιά του συμφοιτήτρια και κάμποσοι άλλοι.
Μιλούσε μαζί τους για λίγη ώρα, όσο τα παιδιά έπαιζαν, με τη στερεότυπη έκφραση “χάρηκα” να κηρύσσει το τέλος της απρογραμμάτιστης συνάντησης.
Πολλά είχαν αλλάξει από τότε που είχε βρεθεί τελευταία φορά με άτομα σαν κι αυτά.
Παιδιά είχαν γεννηθεί, γονείς είχαν φύγει, δουλειές και σπουδές είχαν αρχίσει ή τελειώσει.
Και συνήθειες είχαν αλλάξει, όχι όμως απόλυτα.
Άλλοι διατηρούσαν την παλιά τους μονοτονία και άλλοι είχαν εφεύρει μια καινούργια.
Ο άνθρωπος δεν είναι σκύλος.
Αλλάζει απόψεις και αναθεωρεί καταστάσεις.
Αρκεί να το θέλει και να τον ευνοήσουν οι συνθήκες.
Μεγάλωσε η Αμαλία και δεν ήθελε πια παιδική χαρά..
Έβγαινε πλέον μόνη της ή με τις δικές της παρέες, ακολουθώντας πάντα τις συμβουλές για αυτοπροστασία, που της έδινε ο πατέρας της από τότε που ήταν μικρό κοριτσάκι.
“Αποφεύγουμε τους άγνωστους άνδρες, δεν μπαίνουμε σε ξένα αυτοκίνητα, δεν κυκλοφορούμε τη νύχτα χωρίς συνοδεία” και άλλα τετριμμένα μεν αλλά σωτήρια.
Είχε έρθει μάλιστα η ώρα να ικανοποιηθεί το παλιό της αίτημα να υιοθετήσει ένα σκυλάκι.
Ο Άρης και η Αφροδίτη το δέχτηκαν, έστω και ετεροχρονισμένα, υπό τον όρο να φροντίζει το ζωάκι σαν παιδί της, κάτι που η Αμαλία εκπλήρωσε στο ακέραιο.
Η πανδημία είχε πια εκλείψει και οι δουλειές του Άρη είχαν επιτέλους ανακάμψει, μετά από ένα ντόμινο καταστροφής.
Όμως, τα χρόνια άρχισαν να τον βαραίνουν επικίνδυνα.
Ό, τι ήταν να στραβώσει, είχε στραβώσει και ό, τι ήταν να σωθεί είχε σωθεί.
Η ελευθερία ήταν ένα στοιχείο που είχε μείνει λίγο πίσω.
Τα απογεύματα έπαιρνε τους δρόμους, μόνος ή με το σκυλάκι της Αμαλίας, κάνοντας τη γνωστή του βόλτα γύρω από τα παλιά τείχη και το πάρκο.
Μέχρι εκεί έφτανε.
Ούτε βήμα παραπέρα...
Λες και κάποιο αόρατο χέρι τον κρατούσε χαλαρά με ένα μακρύ λουρί σκύλου που κάποια στιγμή τραβούσε απότομα!
Δεν ήταν τυχερό ν’ αλλάξει συνήθειες ο Άρης.
Μπορεί κι εκείνος να μην επιθυμούσε τίποτα περισσότερο από μια “λογική” δόση ελευθερίας.
Μια μονοτονία με κάποιες μικρές αλλά τακτικές εναλλαγές.
Οι πιο μεγάλες, ίσως δεν είναι για όλους.
Μάλλον, κάτι διδάχθηκε από σκυλιά κι ανθρώπους..
Δημοσίευση σχολίου